- οχ
- (I)επιφών. βλ. ωχ.————————(II)(πρόθεση) (ποιητ. τ.) από («κατεβαίνει... οχ το βουνό», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ιδιωματική πρόθ. που προήλθε από την πρόθ. ἐκ, κατά νεώτερη διαλεκτική εξέλιξη (ἐκ > ὀκ> ὀχ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.